στραβώ

στραβώ
-όω, Μ
βλ. στραβώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στραβῷ — στραβός squinting masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραβώνω — στραβῶ, όω, ΝΜ [στραβός] νεοελλ. 1. (μτβ.) α) κάνω κάτι στραβό, τό κάνω να χάσει την ευθεία γραμμή του («στραβώνω το κλειδί») β) στρεβλώνω, στραμπουλίζω («έπεσα και στράβωσα το πόδι μου») γ) εκτρέπω από την ευθεία οδό, κάνω κάτι να μην έχει σωστή …   Dictionary of Greek

  • κομμάρα — η αίσθημα κόπωσης που συνοδεύεται από δυσφορία και γενική εξάντληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόβω + κατάλ. μάρα, που δηλώνει πάθηση (πρβλ. χαζο μάρα, στραβω μάρα)] …   Dictionary of Greek

  • στραβός — ή, ό / στραβός, ή, όν, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από στραβισμό, ο αλλήθωρος νεοελλ. (για πράγμ.) 1. αυτός που δεν είναι ίσιος, ο στρεβλός (α. «στραβό σίδερο» β. «στραβό ξύλο» γ. «στραβές γραμμές») 2. τυφλός («στραβός από το ένα μάτι») 3.… …   Dictionary of Greek

  • Strabo — Stra̱bo [von gleichbed. gr. στραβων] m; s, s: Schielender …   Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”